περιβόλαιος

περιβόλαιος
-ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον
εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο προήλθε αργότερα το ωμοφόριο τών επισκόπων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα αλόγου
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλεται κανείς, περίβλημα, κάλυμμα, ένδυμα (α. «θανάτου περιβόλαια» — καλύμματα νεκρού πτώματος, τα σάβανα
β. «ἐπεὶ δὲ σαρκὸς περιβόλαι' ἐκτησάμην ἡβῶντα» — αφού απέκτησα νεανικά περιβλήματα σάρκας, νεότητα, νεανική ηλικία, αφού αναπτύχθηκε το μυϊκό μου σύστημα, Ευρ.)
2. κάλυμμα τής κεφαλής τών γυναικών
3. τυπικό ένδυμα κατοίκου πόλεως
4. εκκλ. κάλυμμα τού σώματος τού Χριστού
αρχ.
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. α) επενδύτης, πανωφόρι
β. κάλυμμα τών ποδιών
γ) κάλυμμα κρεβατιού
δ) κάλυμμα άρματος, δίφρου ή παραπέτασμα άμαξας
ε) σημάδι αρετής
στ) σημάδι ανθρώπου αμαρτωλής φύσεως, αλλά εξαγνισμένου από το αίμα τού Χριστού
ζ) περίχωρα
η) φραγμός, περίφραγμα, περίβολος
θ) μτφ. ισχυρό αμυντικό όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. συμβόλαιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”